Από το Οντοπόλ στο Κοντοπούλ'
Οδοιπορικό στην ιστορία του χωριού
από τον 18ο αιώνα έως σήµερα
του Βασίλη Κ. Παρίση (Φιλόλογος)
κατεβάστε όλο το κείμενο σε
Καταμεσής του πελάγους κατιτίς αλαφροΐσκιωτοι βλέπουν μια πεταλούδα λευκή -ολόλευκη- να στέκει ασάλευτη πάνω στον αφρό των κυμάτων. Με τον καιρό τα φτερά της βράχηκαν και το πέταγμα της έγινε δύσκολο πολύ. Στάθηκε λοιπόν εκεί και ρίζωσε και γίνηκε νησί. Της δώσανε και όνομα, που να ταιριάζει απόλυτα με το χρώμα των φτερών της, την είπανε Λήμνο -όνομα φοινικικής προέλευσης- που σημαίνει λευκή, ίσως γιατί από μακριά το νησί φαίνεται ανοιχτόχρωμο.
Στο ανατολικό λευκό φτερό της, ας πούμε όμως καλύτερα τώρα στην ανατολική πλευρά του νησιού «εις απόστασιν τρίακοντα δύο χιλιομέτρων από το Κάστρον και εις θέσιν εξόχως γραφική, επί μικρού λοφίσκου, ευρίσκεται η κωμόπολις Κοντοπουλίου όπως χαρακτηριστικά αναφέρει λεύκωμα που κυκλοφόρησε κατά την εποχή του Μεσοπολέμου (1938) . Πράγματι το Κοντοπούλιον, όπως πήρε επίσημα το όνομά του το 1918 που έγινε κοινότητα, είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στη πλαγιά χαμηλού λόφου, με ανατολικό προσανατολισμό και απέχει μόνο 3 χλμ. από την θάλασσα. Από την κορυφή του λόφου (τη θέση Νταμάρια) κανείς μπορεί να απολαύσει μια όμορφη ανατολή. Το χωριό βρίσκεται κοντά σε δύο πολύ σημαντικούς υγροβιότοπους, αυτούς της Αλυκής και της Χορταρολίμνης.
Όπως σημειώνει ο παπά Άγγελος Μιχέλης από το Κοντοπούλι μέχρι την Παναγιά υπάρχουν 9 οικισμοί που ανήκουν στο Κοντοπούλι, συγκεκριμένα, ο Άγιος Υπάτιος, ο Άγιος Λιάς, ο Μιγια Λάκκος (Μέγγας Λάκκος) που βρίσκεται κοντά στην Αλυκή, ο Άγιος Αλέξανδρος, η Δημοσά, ο Άγιος Νικόλας , Αμνιού «πλησίον της Αλυκής εκ του αμμώδους εδάφους», Κουρτεσώνας κοντά στην Παναγιά και Λευτίνα «πλησίον των κτημάτων Χατζή Πασά.
Δεν θα μπορούσαμε βέβαια να ξεκινήσουμε ένα τέτοιο οδοιπορικό στην ιστορία του χωριού πριν να αναζητήσουμε την προέλευση του όνοματός του. Μάλλον οι περισσότεροι γνωρίζουν πως το χωριό πήρε το όνομα Κοντοπούλι γιατί βρίσκεται κοντά στην αρχαία πόλη Ηφαιστία. Πολλοί περιηγητές μάλιστα που ταξίδευσαν στην Λήμνο από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα αναζήτησαν να βρουν την αρχαία πόλη της Ηφαιστίας στο Κότσινο ή στην περιοχή του Κοντοπουλίου. Ένας απ' αυτούς, Γάλλος μηχανικός και γεωλόγος, ο De Launay αναφέρει σχετικά:
«Αφού πήραμε την άδεια του Τούρκου Κυβερνήτη, που μας επέβαλε για συνοδεία και επίβλεψη έναν από τους χωροφύλακες του, ετοιμαστήκαμε να ξεκινήσουμε για το εσωτερικό του νησιού. Τα μέρη όπου μπορεί να βρει κανείς κατάλυμα στην Λήμνο είναι ελάχιστα. Έτσι, δεν είχαμε παρά δύο βάσεις εξόρμησης, αντίστοιχες με τις αρχαίες πόλεις Μύρινα και Ηφαιστία, δηλαδή το Κάστρο στα δυτικά και το Κοντοπούλι στα ανατολικά [κόνδα-πολιν, δηλ. κοντά στην πόλη, την Ηφαιστία]. Για να μην πεθάνουμε μάλιστα από την πείνα, φέραμε μαζί μας άφθονες προμήθειες από κονσέρβες. Γιατί, το μόνο που μπορούν να μας προσφέρουν οι κάτοικοι είναι λίγο ψωμί, πολύ σκληρό, που πρέπει να το μουσκέψεις για να το μασήσεις, τυρί πρόβειο, καρπούζια, σταφίδες και, σπανίως, αυγά» και συνεχίζει ..
«Η περιοχή ωστόσο του Κοντοπούλι, που βρίσκεται σ' αυτό το τμήμα του νησιού, είναι σχεδόν το μόνο μέρος που επισκέπτονται οι ευρωπαίοι ταξιδιώτες, και ένα απ' αυτά που θα ήθελα πολύ να μελετήσω. Γιατί εδώ βρισκόταν παλιά, η πόλη του Ηφαίστου, η Ηφαιστία, το κέντρο λατρείας των πνευμάτων της φωτιάς, των σιδηρουργών, των μεταλλουργών, που έκαναν την Λήμνο φημισμένη στην αρχαιότητα. Εδώ είναι που έρχονται οι αρχαιολόγοι για να επισκεφθούν τα αρχαία ερείπια. Εδώ, επίσης, ένας γεωλόγος παθιασμένος με την πρωτόγονη ιστορία, θα μπορούσε να ελπίσει πως θα βρει το κλειδί σ' όλο το μπέρδεμα των μυθικών παραδόσεων, που ξεκινώντας χωρίς αμφιβολία από κάποιο άγνωστο ακόμη, αλλά αληθινό γεγονός, προκάλεσαν πολύ διαδεδομένα γεωγραφικά και γεωλογικά λάθη».
Θα ήταν ίσως παρακινδυνευμένο αν υιοθετούσαμε την παραπάνω εκδοχή, την οποία δέχεται και ο λόγιος παπά Άγγελος Μιχέλης , χωρίς όμως να χρειάζεται να την αποκλείσουμε εντελώς. Πάντως μια τέτοια εκδοχή σημαίνει ότι, όταν δημιουργήθηκε ο οικισμός, η ανάμνηση της Ηφαιστίας ήταν ακόμη νωπή. Επειδή όμως η καταστροφή της τελευταίας τοποθετείται γύρω 1400 και το Κοντοπούλι αναφέρεται για πρώτη φορά στις αρχές του 18ου αι., η ερμηνεία που δίνεται μοιάζει λίγο απίθανη. Εξάλλου σε απογραφικά και λοιπά έγγραφα του 13ου ως και 15ου αιώνα, το Κοντοπούλι δεν αναφέρεται διόλου, τουλάχιστον μ' αυτήν την ονομασία.
Η δεύτερη εκδοχή για την ονομασία του χωριού είναι πως οφείλει το όνομα του στον βυζαντινό γαιοκτήμονα Κοντόπουλο, ο οποίος δώρισε μέρος των κτημάτων του στην μονή Μ. Λαύρας σύμφωνα με τον ιστορικό Κομνηνό Πυρομάγλου που ερεύνησε σχετικά αρχεία στο Άγιο Όρος. Αυτή η εκδοχή περί της ονομασίας βρίσκεται με βεβαιότητα πιο κοντά στην πραγματικότητα, εξάλλου πολλά χωριά στη Λήμνο πήραν το όνομά τους κατά παρόμοιο τρόπο, όπως Κοντιάς, Κάσπακας, Γομάτι, Μούρτζεφλος. Την άποψη ενισχύει το γεγονός ότι στα κοινοτικά έγγραφα του 19ου αι αναφέρεται ως Κονδοπούλ'. Μέχρι σήμερα οι κάτοικοί λένε «πάω στη Κοντοπούλ'» που προήλθε από το μεσαιωνικό «πάω εις του Κοντόπουλου».
Ο Αργύριος Μοσχίδης στο ιστορικό δοκίμιό του για την Λήμνο αναφέρει πως «κανείς στα αλήθεια δεν θα ένιωθε έκπληξη αν μάθαινε ότι το μεγαλύτερο μέρος του νησιού ανήκει σε διάφορες μονές. Κατά την θεοκρατική εκείνη περίοδο η αφιέρωση της περιουσίας σε μονές θεωρείτο ευσεβές καθήκον και η μανία αυτή προέβαινε πολλές φορές σε αποκλήρωση των ίδιων των παιδιών του δωρητή». Ένα τέτοιο «ευσεβές καθήκον» πρέπει να ώθησε και τον Κοντόπουλο να δωρίσει ένα μέρος της κτηματικής του περιουσίας στη Μ. Λαύρα, που όπως μας πληροφορεί πρόσταγμα του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1405) η κτηματική περιουσία της συγκεκριμένης μονής δεν ήταν διόλου ασήμαντη .
Επιπρόσθετα ο κληρικός και δάσκαλος Henry Tozer που επισκέφτηκε την Λήμνο το 1889, μας αναφέρει για τα χωράφια της περιοχής που ανήκαν στην Μ. Λαύρας:
«Τέλος, αποκαλύπτεται η μεγάλη κυματιστή πεδιάδα που καλύπτει το κέντρο του νησιού, φραγμένη στα ανατολικά από χαμηλά υψώματα. Μερικά χωράφια είναι ιδιοκτησία των μοναχών του Αγ. Όρους, γεγονός που το διαπίστωσα με κάποιο δυσάρεστο τρόπο, πολλά χρόνια πριν, από τα μπαγιάτικα αυγά που μου πρόσφεραν στο μοναστήρι της Αγ. Λαύρας. Γιατί, όπως έμαθα, τα έφερναν από την Λήμνο, αφού οι κότες, όπως κάθε τι το θηλυκό, απαγορευόταν στο Άγιο Όρος».
Σύμφωνα με προφορική παράδοση το Κοντοπούλι κτίστηκε από κατοίκους του Κότσινου και του Αγίου Υπάτιου. Η μετοίκηση αυτή επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη στο ναό του Κοντοπουλίου ενός Ευαγγελίου αφιερωμένο στον Άγιο Υπάτιο. Το πότε ακρίβως έγινε η μετακίνηση αυτή των κατοίκων δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα. Η πορεία όμως των γεγονότων πρέπει να ήταν η εξής. Ο Α. Μοσχίδης αναφέρει πως η Ηφαιστία ερημώθηκε είτε από σταδιακή πρόσχωση του λιμανιού της, είτε από την σύγκρουση εθνικών και χριστιανών, εκτοπίζοντας οι πρώτοι τους δεύτερους, είτε από μια φυσική καταστροφή. Όποιος και αν ήταν ο λόγος, αυτός οδήγησε τους κατοίκους της Ηφαιστίας να μετακινηθούν στον Κότσινο, από εκεί λόγω της πειρατείας στο Άγιο Υπάτιο και μετέπειτα στις γύρω περιοχές. Μάλιστα, φαίνεται πως πολλοί από τους Ηφαιστειείς κατοίκησαν σε οικισμούς γύρω από το Κοντοπούλι, στον Άγιο Νικόλαο, στο Αϊ Λιά και νότια της εκκλησίας της Αγίας Ελένης, στο βόρειο βραχίονα του Κέρους. Εκεί οι Ηφαιστειείς προσπάθησαν να αναστήσουν τη νέα Ηφαιστεία, τη forte Hephaestia, όπως σημειώνεται στο χάρτη του Choisaul - Gouffier στα τέλη του 18ου αιώνα. Το εγχείρημα όμως της επανίδρυσής της δεν είχε αίσιο τέλος με αποτέλεσμα ο οικισμός να ενσωματωθεί στα κτήματα του Κοντόπουλου και να χάσει έτσι το αρχικό του όνομα.
Ο παπά Άγγελος Μιχέλης αναφέρει τα εξης: «Αφού καταστράφηκε η Ηφαιστία από σεισμό οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν στα διάφορα τότε χωριά. Οι περισσότεροι όμως κάτοικοι κατοίκησαν στον Κότσινο με τον Μητροπολίτη περιμένοντας διαταγές να ξαναχτίσουν την πόλη της Ηφαιστίας ή να κατεβούν στην Μύρινα. Είχαν μάλιστα χτίσει και παρεκκλήσι Άγιος Βλάσιος, διότι και ο πολιούχος της Ηφαιστίας ήταν ο Άγιος Βλάσιος. Επειδή όμως η διαταγή για ανακατοίκηση ή μη της Ηφαιστίας άργησε να έρθει, για άγνωστους λόγους έφυγαν από τον Κότσινο και κατοίκησαν στην Αγία Κυριακή, τότε ο Μητροπολίτης έλαβε διαταγή να κατέβει στην Μύρινα, οι υπόλοιποι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Υπάτιο, άλλοι στο Κοντοπούλι, και οι περισσότεροι έκτισαν το σημερινό Ρεπανίδι» .
Για πρώτη φορά το Κοντοπούλι αναφέρεται από τον Άγγλο κληρικό και νομικό Rithard Pococke που επισκέφτηκε το νησί τον Οκτώβριο του 1739, ο ίδιος περιγράφει τα εξής:
«Αποβιβαστήκαμε στην ανατολική πλευρά της Λήμνου, σ' ένα κόλπο κλειστό απ' όλες της πλευρές, εκτός από την ανατολική. Κοντά υπάρχουν δύο χωριά. Το ένα λέγεται Οντοπόλ και το άλλο Καλλιόπη.. Και στις δύο πλευρές του κόλπου, όπου αποβιβάστηκα, υπάρχει από μια αλμυρή λίμνη. Αυτή που βρίσκεται στα βόρεια λέγεται Alke Limne (λίμνη αρμυρή) και στεγνώνει το καλοκαίρι αφήνοντας μια κρούστα αλάτι, το οποίο, αφού καθαριστεί, οι ντόπιοι το χρησιμοποιούν...Στα βόρεια αυτού του λιμανιού υπάρχει ένα ακρωτήριο που λέγεται Εκατοκεφαλαί, μ' ένα ομώνυμο λιμάνι, όπου υπάρχουν τα ερείπια μιας παλιάς πόλης με το όνομα Παλαιόπολη».
Το 1788 ο Choisaul - Gouffier, διπλωμάτης, λόγιος και αρχαιολάτρης, το σημειώνει στο χάρτη του ως village, χωρίς στην ουσία να αναφέρει το όνομά του. Αυτός όμως που ερεύνησε όσο κανείς άλλος την ανατολική πλευρά του νησιού, επισκέφτηκε το Κοντοπούλι, διέμεινε σ' αυτό και εντόπισε πρώτος την θέση της αρχαίας πόλης της Ηφαιστίας ήταν ο Alexander Conze Γερμανός αρχαιολόγος από το Ανόβερο που σημειώνει το χωριό στον χάρτη του ως Kontopuli. Στην Λήμνο έφτασε από την Ίμβρο τις πρώτες μέρες του Ιουλίου και έμεινε μέχρι τις 17 του ίδιου μήνα, το 1858. Ως ορμητήριό του για την εξερεύνηση του ανατολικού τμήματος της Λήμνου είχε το Κοντοπούλι. Αναφέρει ο ίδιος στο οδοιπορικό του:
« Την Παρασκευή, 9 Ιουλίου (του 1858), ετοιμάστηκα να μεταφέρω τα καταλύματά μου από το Κάστρο στο Κοντοπούλι, για να γνωρίσω και το ανατολικό τμήμα του νησιού. Ο υπηρέτης μου, μαζί με τις αποσκευές, πήρε το συντομότερο δρόμο.. και ο οποίος περνά από τα Λουτρά.»
Συνεχίζεται...
κατεβάστε όλο το κείμενο σε